ασκόρπιστος

ασκόρπιστος
η , ο
1) неразбросанный, нерассеянный; 2) нерастранжиренный, непромотанный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ασκόρπιστος" в других словарях:

  • ασκόρπιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει διασκορπιστεί 2. εκείνος που δεν έχει σπαταληθεί …   Dictionary of Greek

  • ασκόρπιστος — η, ο αυτός που δε σκορπίστηκε, δε σπαταλήθηκε άσκοπα: Απ όσα κληρονόμησε τίποτε δεν άφησε ασκόρπιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάχυτος — η, ο (Α ἀδιάχυτος, ον) [διαχέω] αυτός που δεν εκδηλώνεται, δεν εξωτερικεύεται αρχ. 1. που δεν μαλακώνει με το ψήσιμο 2. αδιάλυτος, ασκόρπιστος 3. (για πρόσωπα) ο μη σπάταλος ή άσωτος 4. (για ύφος λόγου) περιεκτικός, πυκνός 5. το ουδ. ως ουσ. τό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»